- ακανθοκέφαλα
- (acanthocefalus). Μικρά σκουλήκια συγγενή προς τους νηματέλμινθες, των οποίων αποτελούσαν άλλοτε ομοταξία· σήμερα αποτελούν ιδιαίτερο φύλο. Είναι κυλινδρικοί, το σώμα τους δεν είναι χωρισμένο σε δακτυλίους, δεν έχουν πεπτικό σύστημα και το μπροστινό άκρο τους έχει μια συσταλτή προβοσκίδα εξοπλισμένη με άγκιστρο, με το οποίο προσκολλώνται στους ιστούς του ξενιστή. Οι α. στο νυμφικό στάδιο είναι παράσιτα εντόμων, ενώ στο στάδιο της ωριμότητας είναι παράσιτα σπονδυλωτών, π.χ. ψαριών και πουλιών. Ο ακανθοκέφαλος ο γιγαντόρρυγχος (μήκος αρσενικού 7-10 εκ., θηλυκού 30-35 εκ.) στο νυμφικό του στάδιο ζει μέσα στις προνύμφες της μηλολόνθης και του χρυσοκάνθαρου· στο στάδιο της ωριμότητας ζει μέσα στους χοίρους. Ένα άλλο είδος γιγαντόρρυγχου, που αναπτύσσεται μέσα στο κολεόπτερο βλαψ ο αμβλύς, παρασιτεί στους ποντικούς, κάποτε μάλιστα και στον άνθρωπο.
Dictionary of Greek. 2013.